προψηνίζω

προψηνίζω
προψηνίζω,
A inoculate figs beforehand (cf. ψηνίζω), EM818.29 ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προψηνίζω — Α ερινάζω από πριν, κεντρίζω από πριν σύκα ή άλλους καρπούς με ψήνες, με μικρά έντομα που τούς γονιμοποιούν, επιταχύνοντας έτσι την ωρίμασή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψηνίζω «κεντρίζω ήμερα σύκα με ψήνες»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”